- σκυλακευομένους
- σκυλακεύωpair dogs for breedingpres part mp masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκυλακεύω — Α [σκύλαξ, ακος] 1. εκτρέφω σκυλάκια 2. ανατρέφω μικρά παιδιά 3. ζευγαρώνω σκύλους για την αναπαραγωγή τού είδους 4. παθ. σκυλακεύομαι α) θηλάζομαι («τοὺς παῑδας ἐκτεθέντας... ὑπὸ λυκαίνης σκυλακευομένους», Στραβ.) β) γυμνάζομαι από μικρή ηλικία … Dictionary of Greek